σολέας

σολέας
σολέας κ. σολία ο
солея – возвышенное место, простирающееся перед иконостасом через весь храм, от южной его стороны до северной
Этим.
< лат. solea «сандаль, подошва» < solum «основание»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σολέας" в других словарях:

  • σολέας — Ο χώρος ανάμεσα στο εικονοστάσιο ενός ναού και του άμβωνα, που συνήθως χωρίζεται με κιγκλίδωμα. Στους βυζαντινούς χρόνους ήταν κάπως ψηλότερος από το δάπεδο του όλου ναού και αποτελούσε προέκταση του ιερού. Στους χρόνους εκείνους λεγόταν και… …   Dictionary of Greek

  • καθολικό — Χώρος του χριστιανικού ναού μεταξύ του Ιερού Βήματος και του νάρθηκα, που ονομάζεται και κυρίως ναός. Στο μέρος αυτό βρίσκονται ο επισκοπικός θρόνος, ο άμβωνας, ο σολέας (ή η σολέα), δηλαδή ο χώρος ανάμεσα στο εικονοστάσιο και στον άμβωνα. Στα… …   Dictionary of Greek

  • σολέα — (solea). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολεϊδών. Ζουν στους αμμώδεις βυθούς των ρηχών θαλασσών. Το χαρακτηριστικότερο τους γνώρισμα είναι ότι ακουμπούν στον πυθμένα με το αριστερό τους πλευρό. Είναι ψάρια μικρού ή μέτριου μεγέθους,… …   Dictionary of Greek

  • Αββακούμ — I Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης (ένας από τους 12 ελάσσονες) και άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εορτάζεται στις 2 Δεκεμβρίου. Καταγόταν από τη φυλή Συμεών και από την περιοχή Βεθησουχαρεί της Ιουδαίας. Έζησε τον 7ο αι. π.Χ., πιθανόν στα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Μόρφου, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα τη Μόρφου, αλλά προσωρινά εδρεύει στην Ευρύχου της Κύπρου, λόγω κατάληψής της από τους Τούρκους, κατά την εισβολή τους στη Μεγαλόνησο το 1974, οπότε και το μεγαλύτερο μέρος των πιστών εγκαταστάθηκε στο ελεύθερο τμήμα του νησιού.… …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • σολέα — σολέα, η και σολέας, ο (λ. λατ.), μέρος του ναού ανάμεσα στο τέμπλο και τον άμβωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»